Σύμφωνα με το NHS, τα φάρμακα για την παχυσαρκία διακρίνονται σε χάπια και ενέσιμα, με διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης.
Δρουν μιμούμενα την ορμόνη GLP-1, μειώνουν την όρεξη, καθυστερούν την κένωση του στομάχου και συμβάλλουν στη ρύθμιση του σακχάρου.
Επιδρούν κεντρικά στον εγκέφαλο, μειώνοντας την επιθυμία και την «ανταμοιβή» από το φαγητό.
Περιορίζουν την απορρόφηση λίπους από το έντερο, με αποτέλεσμα λιγότερες θερμίδες να εισέρχονται στον οργανισμό.
Νέα φάρμακα και συνδυασμοί βρίσκονται σε κλινικές δοκιμές, με στόχο καλύτερα αποτελέσματα και λιγότερες παρενέργειες.
Κάθε κατηγορία δρα διαφορετικά, με κοινό στόχο να διευκολύνει τον έλεγχο της διατροφής και να μειώσει το ενεργειακό ισοζύγιο.
Μιμούνται φυσικές ορμόνες του εντέρου που ρυθμίζουν την όρεξη.
Επιδρά στο κέντρο της επιθυμίας και της ανταμοιβής στον εγκέφαλο.
Δρα τοπικά στο έντερο, εμποδίζοντας την απορρόφηση περίπου 30% των λιπαρών που τρώμε.
Όπως αναφέρει η Mayo Clinic, τα αποτελέσματα εξαρτώνται από την κατηγορία φαρμάκου, τη διάρκεια λήψης και τη συμμόρφωση του ασθενούς.
Σε μεγάλες μελέτες με σεμαγλουτίδη, η μέση απώλεια φτάνει περίπου 15% του σωματικού βάρους σε 12–18 μήνες (με παράλληλη δίαιτα/παρακολούθηση).
Η τιρζεπατίδη σε μελέτες δείχνει ακόμη υψηλότερη απώλεια, που φτάνει ή ξεπερνά το 20% του αρχικού βάρους!
Με απλά λόγια: τα φάρμακα μπορούν να δώσουν σημαντική ώθηση, αλλά η χειρουργική παραμένει η πιο ισχυρή και διαρκής θεραπευτική επιλογή.
Γι’ αυτό είναι κρίσιμο τα φάρμακα να αντιμετωπίζονται ως εργαλείο προσωρινής βοήθειας και όχι ως μόνιμη λύση. Ο στόχος τους είναι να προσφέρουν το απαραίτητο “παράθυρο” για αλλαγή συνηθειών.
Το FDA επισημαίνει ότι κάθε κατηγορία φαρμάκου συνοδεύεται από πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες και γι’ αυτό απαιτείται ιατρική παρακολούθηση:
Όπως ακριβώς και τα χειρουργεία παχυσαρκίας, έτσι και η φαρμακευτική αγωγή δεν είναι λύση για όλους. Χρειάζεται εξατομικευμένη εκτίμηση, με βάση το ιατρικό ιστορικό, τον ΔΜΣ, τις συνοδές παθήσεις και τις πραγματικές δυνατότητες συμμόρφωσης.
Γι’ αυτό, η ουσία είναι κοινή: τα φάρμακα και το χειρουργείο είναι τα μέσα, όχι η ίδια η λύση. Η πραγματική θεραπεία είναι η αλλαγή τρόπου ζωής.
Σε κλινικές μελέτες, η εβδομαδιαία χορήγηση Ozempic (σεμαγλουτίδη) οδήγησε σε απώλεια περίπου 15% του σωματικού βάρους σε 12–18 μήνες—Η απώλεια όμως εξαρτάται από τη συμμόρφωση στη δίαιτα και τη διάρκεια λήψης του φαρμάκου.
Το Mounjaro (τιρζεπατίδη) είναι νεότερο φάρμακο και η διάθεσή του στην Ελλάδα είναι περιορισμένη. Η τιμή του στην ιδιωτική αγορά είναι υψηλή και δεν καλύπτεται από τον ΕΟΠΥΥ. Απαιτείται πάντα ιατρική συνταγή και στενή παρακολούθηση.
Συνήθως οδηγεί σε 5–7% απώλεια βάρους στον πρώτο χρόνο, μειώνοντας την επιθυμία για φαγητό και τις λιγούρες. Συχνά όμως εμφανίζονται ανεπιθύμητες ενέργειες που οδηγούν σε διακοπή.
Η δράση τους διαρκεί μόνο όσο λαμβάνονται. Με τη διακοπή, η όρεξη και το βάρος συχνά επανέρχονται, ειδικά αν δεν έχουν αλλάξει οι διατροφικές συνήθειες.
Η μακροχρόνια ασφάλεια πέρα από 1–2 χρόνια δεν έχει αποδειχθεί πλήρως. Η χρήση πρέπει να γίνεται με ιατρική παρακολούθηση και ξεκάθαρο πλάνο εξόδου/συντήρησης.
Ο Δρ. Στέφανος Λαζαρίδης είναι γενικός χειρουργός με εξειδίκευση στη βαριατρική και ελάχιστα επεμβατική χειρουργική.
Εκπαιδεύτηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με τρία fellowships σε King’s College Hospital, Whittington Hospital και St. George’s University Hospital.
Διετέλεσε Διευθυντής (Consultant) στο NHS με εμπειρία στη χειρουργική παχυσαρκίας και τις επιπλοκές της. Πιστεύει στην εξατομικευμένη φροντίδα, στη διαφάνεια και στην ανοιχτή σχέση με τους ασθενείς.
Μότο του: «Εξειδίκευση και Εμπειρία».